Το πιο σύντομο κείμενο για τον εγωϊσμό

εγώ και εσύ

εγώ και εσύ
ήμασταν η άμμος και η θάλασσα
το καυτό του ήλιου
και η ψυχρότητα του ανέμου
πάνω από το κύμα

μα σαν αντάμωσαν εκείνα τα στοιχεία μας
είδαμε, ίσως, πως δεν υπήρχε δρόμος πια
να ζούμε χωριστά εμείς οι δύο
και είπαμε…
Αντίο.

Σιωπηλά Ημερολόγια, κεφάλαιο 1ο

Σεπτέμβριος, 2018

Ο χρόνος κυλάει αργά και βασανιστικά όταν σε θέλω
και όταν σε σκέφτομαι
Παράλληλα, η ζωή συνεχίζεται
και αν ήσουν εδώ θα μου έλεγες
πως υπερβάλλω
Πράγματι.
Δεν σε σκέφτομαι και τόσο
είναι μόνο
όταν ξαπλώνω να κοιμηθώ τα βράδια,
τους τελευταίους τέσσερεις μήνες

Σε σκέφτομαι μόνο
όταν ξυπνάω τα πρωϊνά
και κάποια απογεύματα όταν καταφέρνω να κοιμηθώ
για να είμαι παρούσα στην ρουτίνα μου
και να μην νιώθω σωματικά ράκος
όπως η ψυχή μου

Είναι και εκείνες οι στιγμές της ημέρας
όπως το πρωϊνό που τρώω μηχανικά
την ώρα που φαντάζομαι να τρώμε μαζί,
ο ένας κοντά στον άλλον, ύστερα από ένα ξύπνημα
στο ίδιο κρεβάτι
ύστερα από αμέτρητα φιλιά και χάδια
και γέλια
και αγκαλιές

Αργότερα, η δουλειά ξεκινάει
τότε, σκέφτομαι πως ίσως σε συναντήσω
σε κάποιον πεζόδρομο της πόλης
και θα μου πεις να πιούμε έναν καφέ
στα γρήγορα. Μαζί.

Τα απογεύματα
που με φίλους τριγυρνάμε μες στην πόλη
ψάχνω το πρόσωπό σου
σε εκείνα όσων ανθρώπων του φύλου σου
πιάνει το μάτι
και σε κάθε πρόσωπο που κοιτάω ανόρεχτα
χάνει το χρωματάκι της η ψυχή
λίγο ακόμα κάθε φορά
και αποθαρρύνεται

Σε κάθε παράσταση θεατρική
καλλιτεχνική, κάθε είδους
κάθε μικρή μου επιτυχία ή επίτευγμα
σε κάθε μαγικό ηλιοβασίλεμα
σε κάθε βράδυ
έχω την σκέψη του πώς θα ήταν
να μοιραζόμασταν την στιγμή

Ο ύπνος αποτελεί ελπίδα
αλλά σπάνια κοιμάμαι με ευχαρίστηση
και ξυπνώ με αισιοδοξία
ανακατεμένη με φόβο πως θα σε χάσω






συνεχίζεται..





πηγή φωτογραφίας: https://gr.pinterest.com/pin/


Να προχωράς μπροστά


Τι απομένει όταν όλα έχουν ειπωθεί και γίνει;
Τι είναι αυτό που δένει τους ανθρώπους περισσότερο
αν όχι ο φόβος του θανάτου
ο φόβος της απώλειας;

Είμαστε και οι δυο ταξιδιώτες
σε ένα ταξίδι για το οποίο
δεν μας προετοίμασαν
δεν μας είπαν τι να γυρέψουμε να βρούμε

Τα χρόνια διαδέχτηκαν το ένα το άλλο
και ανακαλύψαμε πως η εμπειρία
δεν μεταδίδεται
όσο και να θέλεις να κάνεις τον άλλον να πιστέψει

Δοκιμάσαμε, ευτυχήσαμε για δευτερόλεπτα
τρομάξαμε και μαζευτήκαμε μέσα μας
Μα σε αυτό το μέσα μας οφείλουμε
όχι μόνο να επιστρέψουμε μα και
να βυθιστούμε

Είναι η σιωπή και η μοναξιά
μια πολύ δύσκολη παρέα να γνωρίσεις
Είναι και από τις καλύτερες, όμως
γιατί σε αυτήν αποκαλύπτουν τον εαυτό τους
οι αλήθειες

Και το παιδί μεγάλωσε
και δεν ξέμαθε να αγαπάει
θες δυστυχώς, θες ευτυχώς
ζητάει να παίξει και να γελάσει
με την ψυχή του

Ζητάει να χορεύει
να αγκαλιάζει σφιχτά
να εισπνεύσει την μυρωδιά εκείνου ή εκείνης
του οποίου τα μαλλιά θέλει να πειράζει

Είναι μια τρέλα η ζωή
σε μια στιγμή,
σε ένα ύψωμα καταπράσινο
κάτω από τον ήλιο που ζέσταινε το δέρμα
όλα ειπώθηκαν
όλα ξεκαθαρίστηκαν
και το παιδί δεν είναι πια παιδί
και του παίρνουν αυτόν που αγαπάει

Και δεν πρέπει να κλάψει
Αν το κάνει, θα το περιφρονήσουν
θα γελάσουν με την ευαισθησία του
και ας μην αντέχει το ακατάπαυστο γάβγισμα
των σκυλιών στην γειτονιά του
που δεν το αφήνει ήσυχο
να κλάψει με την ησυχία του
θα του πουν Να κλείσεις τα αυτιά σου
και να προχωρήσεις

Να προχωρήσεις μικρό μου
να πεις ολοκάθαρα τι δεν παίρνεις πίσω
και να τους κοιτάς στα μάτια
όταν θα τους λες
«Εγώ, αυτό που θέλω θα το βρω»
και να χαμογελάσεις ήσυχα

Γιατί το έχεις το θάρρος μέσα σου
το έχεις
και έχεις αυτό
που η πληθώρα των ανθρώπων εκεί έξω
υποτιμά κάθε λεπτό της μέρας
την ίδια ώρα που οι ίδιοι  
ξοδεύουν βράδια ξάγρυπνοι
γύρω από την απουσία του

Και εσύ το έχεις
το έχεις μέσα στην ψυχή σου
και ας προσπαθούν με λογικοφανή επιχειρήματα
να αποσιωπήσουν
να σε πείσουν για την βλακεία που είναι

Μα εσύ το νιώθεις
το έχεις μικρό μου
Είναι η πηγή μιας λάμψης που έχεις
είναι η πιο μεγάλη επανάσταση
και εσύ την έχεις
Έχεις αγάπη

Άρα, μην κολλάς στον πόνο
σήκωσε το μυαλό σου πιο ψηλά
από τα συντρίμμια του χθες
βάδισε ξανά στον δρόμο σου
που έχασες για λίγο

και να θυμάσαι
Να σε αγαπάς
και να λαμβάνεις τα μέτρα σου
ύστερα, να αγαπάς
και αν δεν βρει έδαφος η αγάπη
να ανθίζει κάθε πρωί
Να προχωράς μπροστά
βάλε όση θέληση χρειαστεί και
Να προχωράς μπροστά.













photo source: https://www.therealalgarve.com/
 

Χρονικό ενός τέλους

Πάει καιρός που έφυγες
Τίποτα δεν θυμίζει αγάπη πλέον
Οι φωτογραφίες μας λίγες και δεν σε θυμάμαι να γελάς
Λαμπερά χαμόγελα στο λουστραρισμένο χαρτί
που, όμως, δεν προκαλούν καμία ευτυχία τώρα

Άδειο το δωμάτιο από την παρουσία σου
και στο τηλέφωνό μου δεν θα ξανακούσω την φωνή σου

Ψυχρότητα σε κάθε αναπόφευκτη κοινωνική μας συναναστροφή
Άκαρδη επιβολή να επιδείξεις αντοχή
Τα πόδια μου, η ψυχή μου
δεν καλύπτουν πάντα τα νώτα μου
Με σπρώχνουν. Τρέχω.
Το βάρος του κορμιού μου ασήκωτο, μόλις που περπατάω αξιοπρεπώς
Κλείνω την πόρτα πίσω μου, κλειδώνω διπλά,
τακτοποιώ το παλτό μου στην ντουλάπα

Τα φώτα σβήνουν
Γκρεμίζομαι στον γκρεμό του κρεβατιού,
πιο ασφαλής από ποτέ
Σαν πρωταγωνίστρια σε κινηματογραφική λήψη
σπαράζω στους λυγμούς
Τραντάζομαι ανεξέλεγκτα
χάνω τον έλεγχό μου
«Γιατί», αιωρούνται, αναπάντητα
Ποιός νοιάζεται να τα απαντήσει
Καταστροφή.
Καταστροφή και σιωπή
Ανυπόφορη σιωπή
που επιβάλλαμε στον εαυτό μας και οι δύο

Αντικείμενα και αναμνήσεις
που χαρίσαμε ο ένας στον άλλον,
παραμένουν στην θέση τους, αμετακίνητα
Νεκρά.

Πάει καιρός που έφυγες;
Ή μήπως πρόκειται για λίγα λεπτά;
Πάει καιρός που έφυγα;
Πέρασαν μήνες, ημέρες ή ένας χρόνος;
Πέρασε μια αιωνιότητα
και δεν το καταλάβαμε













Artwork
Σαλβαδόρ Νταλί
Η εμμονή της μνήμης, 1931

I do not own the rights of the painting

Να είσαι κοντά μου. Παρ’ όλα αυτά.

Αν σε είχα κοντά μου,
θα σου χαμογελούσα συγκρατημένα
για να μην φανεί τόσο εύκολα
πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, που είσαι εδώ
Θα έψαχνα στα μάτια σου να δω, αν χάρηκες και εσύ
που με είδες, περίπου το ίδιο

Αν σε είχα κοντά μου,
θα σε ξυπνούσα το πρωί νωρίς
για να απολαύσουμε, με τις κουβέρτες μας τυλιγμένοι,
έναν ζεστό καφέ κοιτάζοντας την χαραυγή.

Θα σε κάθιζα τα βράδια στον καναπέ και θα σε χάιδευα με τις ώρες.
Να πειράξω τα μαλλάκια σου,
να περάσω τα δάχτυλά μου ανάμεσά τους όπως το δροσερό αυγουστιάτικο αεράκι περνά απαρατήρητο ανάμεσα από ζαχαροκάλαμα αργά, πριν τα μεσάνυχτα
Θα χάιδευα το πρόσωπό σου απαλά και τον λαιμό σου
και τις βλεφαρίδες από τα μάτια σου, που πολύ μου έλειψαν.
Εσύ, θα κουνούσες το κεφάλι σου προς τα πίσω
και θα χαμογελούσες αυτάρεσκα,
αποκαλύπτοντας μια σειρά ολόλευκα δόντια.

Αν σε είχα κοντά μου τώρα,
θα σου έλεγα πως θέλει αφοσίωση και αγάπη η τέχνη σου
και πως θα γίνεις μοναδικός, αν όντως αυτό θέλεις να κάνεις στην ζωή σου
σαν επάγγελμα και χόμπι μαζί.
Θα σου έλεγα να κάνεις αυτό που όλοι οι άλλοι γύρω σου
σε αποθαρρύνουν, με κάθε ευκαιρία, να τελειοποιήσεις.

Αν σε είχα κοντά μου,
θα ήθελα να τρως υγιεινά.
Θα ήθελα να σε βλέπω χωρίς την μπλούζα σου
ύστερα από την προπόνησή σου τα βράδια
Θα ήθελα να σε κοιτάζω από μακριά, στηρίζοντας το σώμα μου
στο κάσωμα κάποιας πόρτας
ή απολαμβάνοντας, με το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο,
την ησυχία της νύχτας
Το φεγγάρι να λούζει τα στενά δρομάκια
και τα φύλλα των δέντρων που λικνίζονται στο απαλό αεράκι της νύχτας.
Παρόμοια, το φως του φεγγαριού
να λούζει εμένα και εσένα στο σκοτάδι.

Αν σε είχα κοντά μου,
δεν θα άφηνα λεπτό να περάσει χωρίς το φιλί μας
Θα άγγιζα το σώμα σου με όλη μου την προσοχή
σαν κάτι πολύτιμο και εύθραυστο
Δεν θα χωρούσε υπερηφάνεια τότε. Τότε και ποτέ εκείνες τις στιγμές.
Θα μύριζα τα αγαπημένα μαλλιά σου
και θα ήθελα το στήθος σου να γίνει ένα με το δικό μου,
να ακούω την καρδιά σου
Να μην υπάρχει κανείς και τίποτα ανάμεσά μας πια.

Αν σε είχα κοντά μου,
θα ήθελα να περπατάμε μες στην πόλη
με τα ζεστά παλτό μας
χέρι-χέρι
Από όλες τις κατευθύνσεις, τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια των βιτρινών και των καταστημάτων να χρωματίζουν με το ζεστό τους χρώμα
τον πλακόστρωτο δρόμο,
ανάμεσα σε νεοκλασικά κτίρια και ζαχαροπλαστεία,
ανάμεσα σε αγνώστους που άγνωστοι θα έμεναν
και σε βλέμματα κάποιου διαβάτη που ζηλεύει την ευτυχία μας

Αν σε είχα κοντά μου,
θα ήθελα να ακούω την φωνή σου
να μου διαβάζει ένα βιβλίο ατελείωτο
Να σε ακούω να γελάς
Άλλοτε, να γκρινιάζεις και ύστερα από κάθε διαφωνία μας
να σε παρακολουθώ να βρίσκεις τρόπους
να μαλακώσεις το πείσμα μου. Και εγώ το δικό σου.

Να μου μιλάς για αρχιτεκτονική
και για ταξίδια που δεν κάναμε ακόμα.
Να σου μιλάω για αυτά που αγαπώ και να χαμογελάς ειλικρινά,
να μου λες πόσο απίστευτα είναι όλα αυτά
και ναι, μπορώ να τα κάνω πράξη.
Να με ρωτάς αν θα σε έπαιρνα, αν θα σε πάρω τότε μαζί μου.

Να με πηγαίνεις για ποτό και να φλερτάρουμε όπως πρώτα,
στην αρχή, σαν να είναι η αρχή
Να μην με κριτικάρεις που ένα τραγούδι
μπορεί να ανεβάζει δάκρυα στα μάτια μου
Να μην με κρίνεις που θέλω να εξαφανίζομαι
και να με περιμένεις υπομονετικά μετά,
– με εκείνο το βλέμμα της ανησυχίας μαζί με παράπονο
που λατρεύω –
να γυρίζω αργότερα.
Και να είσαι ακόμα εκεί. Παρ’ όλα αυτά.
Να με αγκαλιάζεις και να μου λες ότι σου έλειψα.
Να επιμένεις σιωπηλά να είσαι μαζί μου όταν θα λέω
πως Ίσως… πρέπει να φύγω
όταν θα θέλω να μείνω μόνη με τον εαυτό μου.
Να παραμένεις. Παρ’ όλα αυτά.

Το ξέρεις τι αισθανόμαστε, δεν το ξέρεις;
Μπορεί να σε διώξω, έτσι είμαι κάποιες στιγμές.
Μα ανάμεσα σε δισεκατομμύρια ανθρώπους εκεί έξω,
μόνο εσένα θα κοιτούσα.
Να είσαι σίγουρος    

Το κενό.

Το κενό που άφησες μένει ανοιχτό
Ένα κενό που έρχεται κάθε φορά που ολοκληρώνω κάτι με επιτυχία
και δεν είσαι εκεί
Δεν είσαι εκεί να μοιραστούμε την χαρά.
Αποδεκτή η αλήθεια, βέβαια, πως και να ήσουν
δεν θα ήσουν εκεί για εμένα

Ένα παράπονο φάντασμα, που κάθε επίτευγμα ή ανησυχία μου
δεν σταματάει στην αγκαλιά σου
Το πρόσωπό σου
που ποτέ πια δεν θα με περιμένει μες στο πλήθος
Ένα κενό
που μένει να σκονίζεται και ύστερα να καθαρίζεται ξανά
σαν αδειανό δωμάτιο σε σπίτι
Σαν παρασκήνιο θεάτρου σκονισμένο,
σκοτεινό
και φορτωμένο, πια, ενθύμια παράστασης που παίχτηκε
πριν από πολύ, πολύ καιρό

Μια απογοήτευση βέβαιη
για κάθε πόνο και δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης
με τον οποίο μαθαίνει, ένας άνθρωπος, να ζει
Μα και αποδοχή.
Σαν μια πληγή που αργεί να κλείσει
και ένας πόνος, που σου δείχνει καθαρά, πως θα επιμείνει
Και ζω με αυτόν, δεν τον αρνιέμαι
και αν θέλω να φωνάξω <<Εξαφανίσου!>>
δεν θα φύγει

Σαν το Αντίο κάποιου φίλου κολλητού που μετακόμισε
και τώρα έχεις να συμφιλιωθείς με την ανατροπή
Σαν τον θάνατο
που γνώμες δεν ζητά.
Μαθαίνω να ζω με ένα κενό νοητό
που άφησε η παρουσία, αυτού, που έγινε απουσία
πριν να φύγει το νοιάξιμο
Έμαθα να ζω με ένα κενό
Ένα κενό.
Το δικό σου.























Στην μνήμη των φοιτητών της 17ης.

Νοέμβρης. 16. Σαν σήμερα, έτη φωτός πιο πίσω, οργανωνόταν μια αντίσταση. Σαν σήμερα οι εξελίξεις στο μακρινό 1973 μαίνονταν ανεξέλεγκτες με τέτοια ορμή και από τις δυο πλευρές που κανείς δεν μπορούσε να εκτιμήσει τι θα γινόταν στο μέλλον. Τρίτη ημέρα το Μετσόβιο Πολυτεχνείο φιλοξενούσε μια κατάληψη που έμελλε να λήξει με τον πιο βίαιο τρόπο: ρίχνοντας την αυλαία της βιολογικής ζωής νέων ανθρώπων.
Εκείνο που γοητεύει στην ιστορική αναδρομή είναι η ύπαρξη κάποιων ιδεών και ιδανικών που κάνουν τον μοιρολάτρη συχνά άνθρωπο να ξεσηκώνεται, να ενώνεται, να βλέπει στον σύντροφό του ή στον άλλον την δύναμη που πηγάζει από την ένωση και την συμπαράταξη στο όνομα του υπέρτατου αγαθού της ελευθερίας. Αυτό που τρομάζει, είναι η απάνθρωπη ηδονή της εξουσίας που καταχράζεται την γελοία, ανθρώπινη ισχύ της να αφαιρεί ζωές. Δεν είμαι ιστορικός και ούτε που επικαλούμαι την μηδενική ευθύνη κάποιου, κάποτε – και ποτέ ίσως δεν θα ξέρουμε πώς ακριβώς έχει το πράγμα – αλλά, στα μάτια μου, η νεανική αντίσταση κόντρα στα ντυμένα με σκυρόδεμα, ξερά από ιδεώδη και ευαισθησία, κοινωνικά μοτίβα που πιέζουν την ανθρώπινη ελευθερία στα όριά της, ποτέ δεν θα έπρεπε να διακόπτεται με την βία. Ούτε καν για διακοπή δεν μιλάμε εδώ. Μάλλον λόγος για στιγμιαία αποσιώπηση με την χρήση κάποιου απάνθρωπου «μαστιγίου» γίνεται εδώ, που καθώς δεν γεννάει τον σεβασμό είναι προκαθορισμένη η αποτυχία του.
Μια τέτοια ημέρα σαν την σημερινή λοιπόν, μια παραμονή ημέρας πόνου, φέρει σύννεφα στον ουρανό. Στον κεντρικό δρόμο της Κορίνθου στην Πάτρα, 8 η ώρα το πρωί, σιωπή και ελάχιστη κίνηση παρατηρείται. Ο δρόμος κενός και γκρίζος, ο θόρυβος σαν να σώπασε λιγάκι, οι κάδοι απορριμμάτων μαζεμένοι από τον Δήμο για να μην καούν από τους διαδηλωτές που αναμένονται στις πορείες κατά τις 10 με 11 το πρωί. Το απόγευμα το κλίμα αναμένεται επίσης βαρύ. Υπάρχει στην ατμόσφαιρα ένα υπόκωφο μαράζι και παράπονο. Κάτι σήμερα στον αέρα δεν αντέχεται. Μια μοναξιά και ησυχία που φέρνει ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια. Σαν τα παράπονα του κόσμου να κρύψαν τον ήλιο. Οι καταστροφές στα καταστήματα αναμένονται από ώρα σε ώρα. Ξαφνικά, από την μια βία περάσαμε σε άλλη: αυτήν την καταστροφής του άλλου αντικειμένου. Στα καταστήματα, τα σκουπίδια μείναν εντός σήμερα, Σάββατο, οι καταστροφές και οι μπογιές που θα φέρουν τα εμπορικά την Δευτέρα το πρωί δεν αντιπροσωπεύουν ακριβώς την αγανάκτηση που γεννάει η μνήμη. Η διαδήλωση μπορεί να είναι ψυχική ανάγκη. Η συνοδεία της με διάλυση δεν είναι διαμαρτυρία, είναι βία. Ο φόβος που γεννιέται από την οργή εκείνου που καταστρέφει δεν συνάδει με την ελευθερία της έκφρασης για την οποία εκείνοι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες θυσίασαν το μυαλό και την ζωή τους σε έναν χώρο όπου γεννάει το δέος – τον ακαδημαϊκό.
Έχει κάτι μουντό αυτή η ημέρα και η 17η δεν έφτασε ακόμη. Στα Πανεπιστήμια της πόλης τα μαθήματα της Παρασκευής ακυρώθηκαν με αφορμή τις εκδηλώσεις για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στην είσοδο του Γραφείου Διασύνδεσης από την αρχή της εβδομάδας πίνακες με αφιερώματα του έντυπου τύπου εκείνης της εποχής, φωτογραφίες, άρθρα πλαισιώνουν την είσοδο. Δεν σε αφήνουν ασυγκίνητο. Είναι το πέρασμα το Σάββατο αυτό στην μνήμη των αποθανόντων και η σιωπή φαίνεται να νικάει. Δεν γυρίζουν, δεν γυρίσαν, μα επανέρχονται πάντα στην θύμηση κάθε Νοέμβρη. Ούτε μια μπόρα μπορεί να ξεπλύνει ό,τι έγινε στο παρελθόν και ούτε η βία να τιμάται είναι εντάξει, γιατί η μνήμη δεν βολεύεται στα θέλω ορισμένων.

πηγή: google.com

Εκείνοι οι άνθρωποι που δεν μπορείς μακριά τους

Είναι νωρίς το πρωί, τα καταστήματα δεν άνοιξαν ακόμη και οι διαβάτες στον πεζόδρομο είναι τόσοι όσα τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σε αυτόν – λίγοι.  Τυχαίνει να πέσεις επάνω τους ρωτώντας μια πληροφορία στον δρόμο. Άλλοτε, μπαίνουν ως πελάτες στο κατάστημα και αναζητούν εξυπηρέτηση και έχουν μια αύρα μαλακιά, που δεν σου δημιουργεί ανώφελες εντάσεις. Είναι χαμένοι στον δικό τους κόσμο. Έτσι δείχνουν. Είναι απλά χαρούμενοι μα σου δίνουν την αίσθηση πως πέρασαν δύσκολα και πολλά μέχρι αυτό το λεπτό που τους μιλάς. Σε κάθε ερώτησή σου έχουν μιαν απάντηση απλή μα και έξυπνη. Δεν θα κομπλεξαριστούν να σου απαντήσουν με χιούμορ ή απλότητα, ωστόσο ξέρουν το παροδικό της σχέσης σας και επιφυλάσσονται να μην αποκαλύψουν και τα πάντα. Σε βλέπουν, όμως, ίσο προς ίσο και δεν ξεκινούν να σκέφτονται φωναχτά με καχυποψία.

Με αυτούς τους ανθρώπους μπορείς να αστειευτείς γιατί νίωθεις ελεύθερος να επικοινωνήσεις και ό,τι και αν πετάξεις αχρείαστο μπορεί να μαζευτεί – δεν νιώθεις απειλή. Αν είσαι τυχερός θα βρεθούν στον δρόμο σου. Μην με ρωτήσεις σε ποιόν ρόλο – δεν γνωρίζω να σου πω. Ίσως να ρθούν ως φίλοι ή συνάδελφοι – σε ένα εύρος από την Σχολή ως το επάγγελμα και από την δουλειά σου ως και την σύνταξη, αργότερα. Μπορεί και να ‘ρθουν ως εραστές και αγαπημένοι και εκεί μην σου πω πώς θα τα κάνεις, γιατί θα σου πέσουν στην ζωή σου σαν κεραυνός εν αιθρία. Θα είναι εκείνοι που μιλούν λίγο χαμένοι και έχουν τέτοιο χιούμορ που θα κλάψεις από τα γέλια. Κρίνουν τον κόσμο μα δίχως κακία, μόνο από τις πράξεις τους και τις εμπειρίες τους μα και από νοημοσύνη και για τον εαυτό τους δεν έχουν την υπεροψία, την ξιπασιά των βολεμένων ή απαίδευτων. Χαίρεσαι να είσαι κοντά τους, το μόνο σίγουρο. Όσο δύσκολη και να είναι η μέρα σου και οι υποχρεώσεις, θέλεις να βρεις μια αφορμή για να κάνετε τα δύσκολα μαζί ή μια δουλειά να αναλάβεις γιατί ξέρεις πως θα είναι εκεί, μαζί σου και αυτοί.

Πώς θα το νιώσω; Πώς θα το καταλάβω;, θα μου πεις. Το καταλαβαίνεις όταν κάθε μέρα σας βρίσκει για καφέ σε διαφορετικές τοποθεσίες γιατί είναι βαρετά τα ίδια και τα ίδια. Κάθε φορά που τον ή την συναντάς νιώθεις καλά μέσα στα ρούχα σου και δεν φοβάσαι να βρεθείς απλός μέσα στον κόσμο που σε περιτριγυρίζει – μαζί με εκείνον τον άνθρωπο σημασία έχει η εμπειρία και όχι οι άβολες απαιτήσεις του δήθεν. Μια βόλτα στην πόλη είναι μια ευκαιρία για συζήτηση και γέλιο και επίσης, ανάλυση του κόσμου που ζείτε ο οποίος δεν είναι ένας παράδεισος και ούτε όλοι οι άνθρωποι καλοί, τι να κάνεις, αλλά μαζί με εκείνον στην ζωή σου μπορείς να νιώθεις ασφαλής. Έτσι απλά. Χωρίς υποσχέσεις και βαρύγδουπες δηλώσεις.

Μια μέρα θα έρθουν οι φίλοι από την πόλη του ή την πόλη της και θα σου πει πως πρέπει να ακυρώσετε τα πλάνα σας γιατί… το είχε ξεχάσει. Έχεις και εσύ να κάνεις τα δικά σου και ύστερα από την δουλειά, θα τον/την συνοδεύσεις ως έναν δρόμο πιο πάνω από το κέντρο της πόλης όπου έχουν δώσει ραντεβού με τους φίλους, περπατώντας μέσα στην ζέστη του Καλοκαιριού δίχως γκρίνιες, τον θόρυβο της πόλης τον ασταμάτητο, ανάμεσα από τους διαβάτες και τα αυτοκίνητα που ξεπηδούν εδώ και εκεί και λαμποκοπούν κάτω από τον, κατά τα άλλα, ανυπόφορο ήλιο. Μα εσείς δεν θα πατάτε και πολύ στην Γη. Θα γελάσετε με τις υποχρεώσεις που έχετε να τακτοποιήσετε αυτόν τον μήνα και με το ότι οι φίλοι που κατέφθασαν προτιμούν καφέ ενώ αυτός ή αυτή θέλει να φάει. Θα πείτε Τα λέμε την Δευτέρα, για καφέ. Και θα βαδίσει όλο ευθεία να βρει τους άλλους.
Και κάπου εκεί θα νιώσεις το κενό.
Πως δεν έφτασαν οι ώρες να περάσεις μαζί με εκείνον ή εκείνη και τώρα ο κόσμος άδειασε λιγάκι. Κανείς δεν θα το παρατηρήσει μα κατσούφιασες λιγάκι μέσα σου και η στενοχώρια άφησε για λίγο την μαυρίλα της, ελεύθερη, εντός σου. Θα γυρίσεις προς το αμάξι ή την κοντινότερη στάση του λεωφορείου και όσο μακριά και να είναι θα το αποδεχτείς γιατί δεν είναι πλέον το χειρότερο. Δεν υπάρχει και κάτι άλλο να κάνεις – κατάλαβες; – έχεις δουλειές που σε περιμένουν στο σπίτι και τώρα δεν ξέρεις πια αν πεινάς ή αν ανακατεύεται το στομάχι σου.

Μόνο στην απουσία θα καταλάβεις ποιος ή ποια σου έλειψε και αν είσαι ικανός ή ικανή, θα κινήσεις γη και ουρανό να βρεις τον τρόπο να γυρίσεις και να προσπαθήσεις να είσαι κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί η ζωή είναι μικρή αλλά είναι και μεγάλη και τώρα ξέρεις πώς είναι να μην μπορείς να είσαι μακριά από τον άνθρωπο αυτό. Και αν είσαι τυχερός, θα τον διακρίνεις όταν θα φτάσει στην ζωή σου και αν είσαι τυχερός μπορεί και να γεράσετε μαζί. Δεν ξέρω αν ήρθε ή ήρθαν για λίγο ή για πολύ και αν θα μείνουν. Και αν είσαι τυχερός, θα είσαι γιατί ζεις συνειδητά και δεν βολεύτηκες σε αυτό που ήσουν πιο παλιά μα σε αυτό που πράγματι είσαι όταν η αυλαία πέφτει το βράδυ και, τελευταίο, ακόμη δεν σε νίκησε η σκληρότητα του κόσμου.

Το μάταιο της προσμονής

Δεν ξέρω αν στο ‘χα πει
είναι κάποια βράδια που χαίρομαι με τους φίλους τριγύρω μου
σε κάποια ανεκτίμητα ρεπό
σε κάποιο θέατρο
με ένα ποτήρι με λίγο αλκοόλ – ή και πολύ – στο χέρι
σε κάποια ταράτσα, να νιώθω δίπλα μου τον ουρανό

Αυτό χρειάζομαι
να μπορώ να αναπνέω.
Δεν το αντέχω το πολύ μαζί
μα για σένα κάποτε θα παραχωρούσα λίγο κενό
Και το κενό, κενό το άφησε ο χρόνος.
κενό, επίσης
Είναι που λες αυτά τα βράδια
που πίσω από τα γέλια και τα πειράγματα
δεν υπάρχει εκείνο το πρόσωπο που θα ήθελες
να υπάρχει στο κοινό
πίσω από ζευγάρια μάτια και χαμόγελα
Πίσω από φωνές, που η χροιά τους δεν πλησιάζει
στο ελάχιστο, την δική του/της φωνή

Και είναι και εκείνα τα ωραία
που κάποτε τελειώνουν
και η ζωή μας έμαθε να τα αντέχουμε
να ακούμε την μουσική από κάποια υπαίθρια συναυλία
στίχοι – που αγγίζουν την ψυχή
και να γεννιέται τότε μια μελαγχολία
βράδια θερινά σε συναυλίες ροκ και έντεχνου
βράδια με σύντροφο την θάλασσα και το φεγγάρι
και η μελωδία φέρνει στο μυαλό μια απορία:
Πού είσαι;
ένα πλάσμα ανθρώπινο, που κάποτε έμοιαζε μαγικό για σένα,
κατοικεί στην Γη
και κάποτε τον/την λάτρευες
θα ‘ταν ωραία, λες, να ήταν εκεί
στις εμπειρίες που μια φορά προσφέρονται να ζήσεις
και στις στιγμές που χάνονται
που χάθηκαν

Δεν ξέρω αν στο είχα πει
μα δεν μετανιώνω για τα δάκρυα
για την συγκίνηση
είναι εκείνη που κάνει το μάταιο να εξαφανίζεται
Δίνει τον χώρο να αναπνέω ελεύθερα
και αυτό ας έρχεται και πάλι
θύμηση που πονά – δεν είναι η μόνη
Και τέτοια βράδια ξέρω πια να τα προσέχω
είναι ανεκτίμητα
και το αυτό ίσως να έρχεται συχνά
Αυτό. Το μάταιο.
Θα εξαρτάται απ’ τις διαθέσεις μου
πόσο χώρο θα του δίνω πια.













Ο κύκλος της προδοσίας.


Ήρθες μια μέρα να με δεις
και εγκατέλειπες
Ίσως η κούραση νικά την ευτυχία
Είπες δεν θέλω τις πολλές και λίγο έλειψε
να το πιστέψεις και εσύ ότι μπορούσες

Ήρθες μια μέρα για να δεις
οι άλλοι τι κάνουνε εδώ
και εσύ απείχες απ’ αυτούς και απορούσα
Τις αντιφάσεις στην σκηνή
δεν αντιλήφθηκα
όταν από το χέρι σε πήρα
και είπα Έλα.

Ήρθες μια μέρα να με δεις
και εγώ το ήξερα
και σαν ανέβαινες την σκάλα, απορούσα
πώς η καρδιά μου ξαφνικά, απλά, επιτάχυνε
και όποιος ερχότανε κοντά μου, αλλού κοιτούσα

Ήρθες μια μέρα να με δεις
και δεν με κοίταζες
Να έρθω κοντά σου ήθελα, μα με κρατούσα
και ο μαγνήτης μεταξύ μας με βασάνιζε
με κάθε αντίσταση ήλπιζα πως νικούσα

Ήρθες μια μέρα να με δεις
μα δεν μου μίλαγες
Κάποια άλλη δίπλα σου, τώρα, στεκόταν
και απ’ τα περίτεχνα κρυμμένα, λίγα, λόγια σου
νομίζω δεν υπήρχε, εκεί, χώρος πια για μένα.

Ήρθες μια μέρα να χορέψεις
μα δεν με χόρεψες
και ήταν μαχαίρια η ψυχρή σου αδιαφορία
και σώματα που κάποια νύχτα με φως λούστηκαν
τιμωρημένα, τώρα, σε ξεχωριστή γωνία

Ήρθες μια μέρα να με δεις
και εγώ έλειπα
και εσύ δεν έχασες λεπτό την ευκαιρία
Και δεν σου δίνεται πια δίκαιο για τις πράξεις σου
γιατί άλλο απάτη και άλλο ελευθερία

Και δεν σου δίνω ούτε εγώ, πλέον, το δίκαιο
Έσβησα ίχνη και τον δρόμο έχω κλείσει
και εσύ ρωτάς που δεν μιλώ
μα ό,τι και αν έλεγα
έβρισκε τοίχο, που όλο πάνω του χτυπούσα

Ήρθες μια μέρα να με δεις
μα εγώ δεν γύρισα
Ό,τι ιερό μοιραστήκαμε, το έχεις προδώσει
γιατί τα λόγια, το μυαλό, την παρουσία σου
από όποια όφειλες να μείνεις μακριά – σε αυτήν έχεις δώσει

Ήρθες μια μέρα να με δεις
μα όχι εμένα πια
και οι στιγμές που πέρασαν δεν θα ξανάρθουν
Αυτό που πρόσφερες δεν μοιάζει πια με έρωτα
Μόνο με μίσος
με μια επίγευση θανάτου

Ήρθες μια μέρα να με δεις
μα και αν γελάς, εγώ
από τον πάτο με πληγές, με έχω σηκώσει
Πριν σε προδώσω – όπως λες – πρώτος το έκανες
και ό,τι και αν ένιωθα για εσένα, πια, γλυκό
έχει τελειώσει.